- σκόροδο
- τοβλ. σκόρδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκόροδο — το / σκόροδον, ΝΜΑ το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόρδο] … Dictionary of Greek
σκορδέλαιο — και σκοροδέλαιο, το, Ν βοτ. τό αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν οι βολβοί τού σκόρδου και που παράγεται κατά την απόσταξή τους με υδρατμούς, έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του το θειούχο αλληλοπροπύλιο και το θειούχο διαλλύλιο και χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
σκοροδίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού σιδήρου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τού βαρισκίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Skorodit < σκόροδο / σκόρδο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
σκόρδο — σκόρδο, το και σκόροδο, το 1. είδος λαχανικού. 2. «σκόρδα!», λέγεται για να αποφευχτεί το μάτιασμα κυρίως των βρεφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκοπή — η 1. κόψιμο σε μικρά κομμάτια. 2. «Συγκοπή καρδιάς», παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Πέθανε από συγκοπή καρδιάς. 3. είδος φθογγικού πάθους κατά το οποίο ένα φωνήεν μέσα σε μια λέξη αποβάλλεται: Η λέξη «σκόροδο» με τη συγκοπή έγινε «σκόρδο». 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)